αδάγκαστος

αδάγκαστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν δαγκώθηκε, ο αδάγκωτος
2. (για τράγους και κριούς) αυτός που δεν τού δάγκωσαν τον σπερματίτη λώρο για να τόν ευνουχίσουν, που δεν υποβλήθηκε σε ευνουχισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + *δαγκαστός < δαγκάνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδάγκωτος — αδάγκωτος, η, ο και αδάγκαστος, η, ο αυτός που δε δαγκάθηκε: Το μήλο ήταν αδάγκωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”